- προασφάλιση
- η, Ν [προασφαλίζω]η εκ τών προτέρων ασφάλιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προασφάλιση — η ασφάλιση από πριν: Προασφάλιση εμπορεύματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)